σμόκιν

σμόκιν
το, Ν
άκλ. επίσημο ανδρικό ένδυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. smoking < ρ. smoke «καπνίζω». Το ένδυμα αυτό ονομάστηκε έτσι λόγω τού ότι αρχικά δήλωνε το σακάκι που φορούσαν για το κάπνισμα μετά το δείπνο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σμόκιν — το (λ. αγγλ.), άκλ., είδος επίσημου ενδύματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γραβάτα — Λωρίδα υφάσματος με ποικίλο μέγεθος και σχήμα, που τυλίγεται και δένεται γύρω από τον λαιμό. Η καταγωγή της γ. είναι πολύ παλιά και μπορεί να αναζητηθεί στο ρωμαϊκό focale (είδος μάλλινου λαιμοδέτη που χρησιμοποιούσαν κυρίως ηλικιωμένα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”